Φθινόπωρο σ’ αγάπησα
την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν κι αφήνουν τα κλαριά
γυμνά για το χειμώνα
Που βιάζονται τα δειλινά
κι είναι τα ρόδα μήλα
Που βιάζονται τα δειλινά
κι είναι τα βράδια μόνα
Και τώρα στέκω και ρωτώ:
Ποια μοίρα και ποια μπόρα
καθώς τραβούσα μοναχός
το δρόμο της αβύσσου
Παράξενα κι ανέλπιστα
να μ’ έχει φέρει τώρα
Παράξενα κι ανέλπιστα
ζητιάνο στην αυλή σου;
Κι όταν το γιόμα χάνεται
κι η νύχτα κατεβαίνει
και σιωπηλά σαν τα βιβλία
το φως της μέρας κλείνει
Να ‘ρχομαι πάλι να ζητώ
μιαν ησυχία χαμένη
Να ‘ρχομαι πάλι να ζητώ
σαν μιαν ελεημοσύνη!
Σ’ αγάπησα φθινόπωρο
την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν κι αφήνουν τα κλαριά
κι είναι τα βράδια μόνα
Μ’ αλήθεια να σ’ αγάπησα
ή μην είν’ η ανατριχίλα
του ερχόμενου χειμώνα;